- σκίναξ
- -ακος, ὁ, ἡ, Α1. ταχύς, ευκίνητος, εύστροφος2. το αρσ. ως ουσ. ὁ σκίναξο λαγός.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με την οικογένεια τού κινῶ* (πρβλ. κίνδαξ) και εμφανίζει προθετικό σ- (πρβλ. σκίδναμαι: κίδναμαι].
Dictionary of Greek. 2013.